ημέιλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ημέιλ (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική email με διατήρηση του ήτα (ηλεκτρονικός)
Ουσιαστικό
ημέιλ ουδέτερο άκλιτο (πληροφορική)
Σημειώσεις
- Συνήθως γράφεται στα αγγλικά: email
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.