ημέιλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ημέιλ (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική email με διατήρηση του ήτα (ηλεκτρονικός)

Ουσιαστικό

ημέιλ ουδέτερο άκλιτο (πληροφορική)

  1. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
  2. μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
     συνώνυμα: ηλεμήνυμα
  3. e-mail address: διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

Σημειώσεις

  • Συνήθως γράφεται στα αγγλικά: email

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.