drachme

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
drachme drachmes

Ουσιαστικό

drachme (fr) θηλυκό

  1. (στην αρχαιότητα)
    1. βάρος που ισοδυναμούσε με 3,24 γραμμάρια
    2. αργυρό νόμισμα ίσο με 6 οβολούς
  2. το νόμισμα της Ελλάδας, η δραχμή, μέχρι το 2002 οπότε αντικαταστάθηκε με το ευρώ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.