drachme
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
drachme
drachmes
Ουσιαστικό
drachme
(fr)
θηλυκό
(
στην αρχαιότητα
)
βάρος
που ισοδυναμούσε με 3,24
γραμμάρια
αργυρό
νόμισμα
ίσο με 6
οβολούς
το νόμισμα της Ελλάδας, η
δραχμή
, μέχρι το 2002 οπότε αντικαταστάθηκε με το
ευρώ
στατήρας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.