docket

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

docket (en)

  1. (νομικός όρος) το πινάκιο (στα δικαστήρια)
  2. μία λίστα με εργασίες που πρέπει να γίνουν
  3. ετικέτα με πληροφορίες για ένα προϊόν

Ρήμα

docket (en)

  1. καταγράφω μια υπόθεση στο πινάκιο, μια εργασία σε μια λίστα
  2. βάζω μια ετικέτα σε ένα προϊόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.