divided

Αγγλικά (en)

Επίθετο

divided (en)

  1. χωρισμένος, διαχωρισμένος, κομμένος στα δύο
  2. (για ψυχική κατάσταση) διχασμένος, αμφίρροπος, αναποφάσιστος, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε δύο ή και περισσότερες αποφάσεις που αλληλοαναιρούνται

Ρηματικός τύπος

divided (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.