definitely

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός definitely
συγκριτικός more definitely
υπερθετικός most definitely

Ετυμολογία

definitely < definite + -ly

Επίρρημα

definitely (en)

  • οπωσδήποτε, βέβαια, αναμφισβήτητα, σίγουρα, ένας τρόπος να τονίσω ότι κάτι είναι αλήθεια και ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό
    I will definitely come.
    Θα έρθω οπωσδήποτε.
    We will definitely change some things.
    Θα αλλάξουμε οπωσδήποτε κάποια πράγματα.
    He is definitely not a thief but…
    Οπωσδήποτε δεν είναι κλέφτης αλλά…
    You definitely must be joking!
    Θα αστειεύεσαι βέβαια!

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.