big deal
Αγγλικά (en)
Έκφραση
big deal! (en)
- (ανεπίσημο, ιδιωματισμός)
- (ως ουσιαστικό) κυριολεκτικά: σπουδαίο θέμα προηγείται το ρήμα make
- ↪ He made a big deal about it.
- Το θεώρησε μείζον θέμα.
- ↪ He made a big deal about it.
- (ως επιφώνημα, ειρωνικό) σιγά το πράγμα! σπουδαία τα λάχανα
- (ως ουσιαστικό) κυριολεκτικά: σπουδαίο θέμα προηγείται το ρήμα make
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.