désensibilisation
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- désensibilisation < dé- + sensibilisation
Προφορά
- ΔΦΑ : /?/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| désensibilisation | désensibilisations |
désensibilisation (fr) θηλυκό
- (φωτογραφία) η ελάττωση της ευαισθησίας
- η ενέργεια με την οποία μειώνεται η ευαισθησία του οργανισμού σε αλλεργιογόνα
- (μεταφορικά) η ελάττωση της ευαισθησίας σε οποιονδήποτε τομέα
Συγγενικά
- désensibilisateur
- désensibiliser
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.