décolleter
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
de.kɔl.te
/
Ρήμα
décolleter
(fr)
αφήνω τον
λαιμό
και τους
ώμους
(μιας γυναίκας) γυμνό
κόβω ένα
ένδυμα
ώστε ο
λαιμός
να μένει ελεύθερος
στην αγρονομία, κόβω το πάνω μέρος (μιας
ρίζας
) ώστε να εμποδίσω την εμφάνιση
άνθους
(
τεχνολογία
)
κατασκευάζω
μεταλλικά ελάσματα στον
τόρνο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.