décolleter

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /de.kɔl.te/

Ρήμα

décolleter (fr)

  1. αφήνω τον λαιμό και τους ώμους (μιας γυναίκας) γυμνό
  2. κόβω ένα ένδυμα ώστε ο λαιμός να μένει ελεύθερος
  3. στην αγρονομία, κόβω το πάνω μέρος (μιας ρίζας) ώστε να εμποδίσω την εμφάνιση άνθους
  4. (τεχνολογία) κατασκευάζω μεταλλικά ελάσματα στον τόρνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.