débardeur

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
débardeur débardeurs

Ουσιαστικό

débardeur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο φορτοεκφορτωτής αυτοκινήτου, πλοίου, κλπ.
  2. το κοντό εφαρμοστό φανελάκι, χωρίς μανίκια
  3. (τεχνολογία) η εργάτης που μεταφέρει ξύλα στο πριόνι ή πέτρες σε λατομείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.