crime
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| crime | crimes |
Ουσιαστικό
crime (en)
- (μη μετρήσιμο) το έγκλημα, δραστηριότητες που συνεπάγονται παραβίαση του νόμου
- ↪ Blackmail is a type of crime.
- Ο εκβιασμός είναι ένα είδος εγκλήματος.
- ↪ Blackmail is a type of crime.
- το έγκλημα, παράνομη πράξη ή δραστηριότητα που μπορεί να τιμωρηθεί από το νόμο
- ↪ He was innocent of the crime they attributed to him.
- Ήταν αθώος από το έγκλημα που του καταλόγιζαν.
- ↪ He was innocent of the crime they attributed to him.
- (μόνο ενικός, ανεπίσημο, a crime) το έγκλημα, κάτι που πιστεύω ότι είναι ηθικά κακό ή είναι μεγάλο λάθος
- ↪ It is not a crime to speak your mind openly.
- Δεν είναι έγκλημα να λες την γνώμη σου ανοιχτά.
- ↪ It is not a crime to speak your mind openly.
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.