coopératif
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | coopératif | coopératifs |
| θηλυκό | coopérative | coopératives |
coopératif (fr) αρσενικό
- συνεταιριστικός
- Le système coopératif. Το συνεταιριστικό σύστημα.
- Une société coopérative. Μια συνεταιριστική οικονομία.
- (από την αγγλική) συνεργάσιμος, συνεργατικός
- Le cambrioleur que la police a arrêté s'est montré très coopératif. Ο διαρρήκτης που η αστυνομία συνέλαβε αποδείχτηκε πολύ συνεργάσιμος.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη coopérer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.