condescending

Αγγλικά (en)

Επίθετο

condescending (en)
πατερναλιστικός:

  • δασκαλίστικος, πατροναριστικά καθοδηγητικός, πατροναριστικός, υποτιμητικός όσον αφορά την αυτενέργεια κάποιου άλλου
  • που χαρακτηρίζεται από υπεροψία και διάθεση χειραγώγησης, υπεροπτικός
  • βοηθητικότητα σε κατώτερο, ανήλικο, ανίκανο, αδύναμο ή άτομο που υποτιμώ, στήριξη κάποιου με τρόπο που ακυρώνει - υποτιμά την ελεύθερη θέλησή του-βούλησή του

Συνώνυμα

  • patronizing
  • mansplaining

Συγγενικά

  • condescend
  • condescendence
  • condescendingly
  • condescension

Ρηματικός τύπος

condescending (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.