clairette
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
clairette
clairettes
Ουσιαστικό
clairette
(fr)
θηλυκό
ροζέ
ή
λευκό
κλήμα
της νότιας
Γαλλίας
αφρώδς
κρασί
που παρασκευάζεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από αυτό το
κλήμα
ασθένεια
του
μεταξοσκώληκα
που κάνει το
σώμα
του να γίνεται
διαφανές
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.