clairette

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
clairette clairettes

Ουσιαστικό

clairette (fr) θηλυκό

  1. ροζέ ή λευκό κλήμα της νότιας Γαλλίας
  2. αφρώδς κρασί που παρασκευάζεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από αυτό το κλήμα
  3. ασθένεια του μεταξοσκώληκα που κάνει το σώμα του να γίνεται διαφανές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.