chili

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

chili < (άμεσο δάνειο) ισπανική chile < κλασική νάουατλ chilli

Ουσιαστικό

chili (it)

  1. (λαχανικό) το τσίλι (είδος πιπεριάς)
  2. (γαστρονομία) η σάλτσα τσίλι



Ίντο (io)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

chili (io)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

chili (it)

  1. το τσίλι
  2. (λαχανικό) είδος καυτής πιπεριάς

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

chili (it)

  1. πληθυντικός αριθμός του chilo (λίρα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.