chevron

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʃɛvɹən/

Ουσιαστικό

chevron (en)

  1. (εραλδική) εραλδικό V
  2. γαλόνι σε σχήμα V
  3. (τυπογραφία, μαθηματικά, πληροφορική) γωνιώδης αγκύλη, ένα από τα σύμβολα: < >
    δείτε επίσης: angle brackets στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συνώνυμα

Υπερώνυμα

  • chevron στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
chevron chevrons

Ουσιαστικό

chevron (fr) αρσενικό

  1. ξύλινο δοκάρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.