chaudeau
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| chaudeau | chaudeaux |
chaudeau (fr) αρσενικό
- (ιδιωματικό) ζεστή σούπα
- (γαστρονομία) ζεστό και αρωματισμένο ζαχαρούχο γάλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.