cerae
Λατινικά (la)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
cerae
- γενική ενικού του cera
- δοτική ενικού του cera
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του cera
Ουσιαστικό
cerae θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πλάκες (συνήθως επικηρωμένες), πινακίδες γραφής και σημειώσεων
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.