capitulation

Αγγλικά (en)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
capitulation capitulations

capitulation (en)

Συγγενικά

  • capitulate

Πηγές

  • capitulation - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

capitulation < capituler
Η λέξη άλλοτε σήμαινε διαπραγμάτευση.

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pi.ty.la.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
capitulation capitulations

capitulation (fr) θηλυκό

  1. η συνθηκολόγηση
  2. στο παρελθόν, συνθήκη που καθόριζε τα δικαιώματα των χριστιανών υπηκόων μουσουλμανικών κρατών

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.