caddie

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

Σημειώσεις

  • Διαφορετικό το caddy: κουτάκι τροφίμων (αρχικά τσαγιού)

Ρήμα

  • δουλεύω ως αχθοφόρος/μπάτλερ (ενός, των, για) γκόλφερ(ς)

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
caddie caddies

caddie (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.