cache-misère

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cache-misère < cacher + misère

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
cache-misère cache-misère
και cache-misères

cache-misère (fr) αρσενικό

  1. ευπαρουσίαστο ένδυμα που φοριέται πάνω από άλλα, τα οποία είναι σε κακή κατάσταση
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε μπορεί να κρύψει την κακή κατάσταση ενός πράγματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.