cache-misère
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| cache-misère | cache-misère και cache-misères |
cache-misère (fr) αρσενικό
- ευπαρουσίαστο ένδυμα που φοριέται πάνω από άλλα, τα οποία είναι σε κακή κατάσταση
- (μεταφορικά) οτιδήποτε μπορεί να κρύψει την κακή κατάσταση ενός πράγματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.