cabale

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.bal/

Ετυμολογία

cabale < ραββινική εβραϊκή qabbala, παράδοση

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cabale cabales

cabale (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) μυστική επιστήμη που υποτίθεται επιτρέπει την επικοινωνία των οπαδών της με υπερφυσικά όντα
  2. (μεταφορικά, λόγιο) μυστικές πράξεις, συνήθως εναντίον κάποιου, σκευωρία· συμμορία αυτών που τις κάνουν
  3. (μεταφορικά, παρωχημένο) το σύνολο των ανθρώπων μιας συμμορίας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.