cabale
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.bal/
Ετυμολογία
- cabale < ραββινική εβραϊκή qabbala, παράδοση
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cabale | cabales |
cabale (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) μυστική επιστήμη που υποτίθεται επιτρέπει την επικοινωνία των οπαδών της με υπερφυσικά όντα
- (μεταφορικά, λόγιο) μυστικές πράξεις, συνήθως εναντίον κάποιου, σκευωρία· συμμορία αυτών που τις κάνουν
- (μεταφορικά, παρωχημένο) το σύνολο των ανθρώπων μιας συμμορίας
Συγγενικά
- cabaliste
- cabalistique
- cabalistiquement
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.