burette

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
burette burettes

Ουσιαστικό

burette (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) μικρό δοχείο για το λάδι και το νερό, για μία λειτουργία
  2. (αργκό) (στον πληθυντικό) τα αρχίδια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.