burette
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
burette
burettes
Ουσιαστικό
burette
(fr)
θηλυκό
(
θρησκεία
)
μικρό
δοχείο
για το
λάδι
και το
νερό
, για μία
λειτουργία
(
αργκό
)
(
στον πληθυντικό
) τα
αρχίδια
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.