broyeur
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| broyeur | broyeurs |
broyeur (fr) αρσενικό
- εργάτης που ασχολείται με τη συντριβή του μεταλλεύματος
- μηχανή συντριβής διαφόρων υλικών
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | broyeur | broyeurs |
| θηλυκό | broyeuse | broyeuses |
broyeur (fr)
- που συντρίβει
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη broyer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.