bobinage
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| bobinage | bobinages |
Ουσιαστικό
bobinage (fr) αρσενικό
- το περιτύλιγμα ενός καρουλιού με κλωστή
- (ηλεκτρολογία) η κατασκευή ενός πηνίου, η τοποθέτηση σύρματος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη bobine
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.