bilek

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

bilek < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /biˈlɛc/
τυπογραφικός συλλαβισμός: bilek

Ουσιαστικό

bilek (tr)

  • (ανατομία) ο αστράγαλος ή καρπός
    ayak bileği - ο αστράγαλος του ποδιού
    el bileği - ο καρπός του χεριού

Κλίση

Συγγενικά

  • bileklik

Σύνθετα

Αναφορές

  1. bilek - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.