ballot

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

ballot (en)

  1. η ψηφοφορία, η εκλογή
  2. το ψηφοδέλτιο



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
ballot ballots

Ουσιαστικό

ballot (fr) αρσενικό

  1. μικρό δέμα εμπορευμάτων
  2. μικρό δέμα με προσωπικά είδη (ρούχα, κλπ)
  3. (μεταφορικά) ανόητος, χαζός

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
ballot ballots

ballot (fr) αρσενικό

  1. χαζός, ανόητος
  2. χαζομάρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.