baffling

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός baffling
συγκριτικός more baffling
υπερθετικός most baffling

Επίθετο

baffling (en)

  • ακατανόητος, που με κάνει να νιώθω εντελώς μπερδεμένος και ανίκανος να καταλάβω
    What’s happening is baffling to me.
    Αυτά που συμβαίνουν είναι για μένα ακατανόητα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη confusing

Ρηματικός τύπος

baffling (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.