arpent

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
arpent arpents

Ουσιαστικό

arpent (fr) αρσενικό

  1. παλιά μονάδα μέτρησης των αγρών, που ισοδυναμούσε (ανάλογα με την περιοχή) από 2 έως 5 στρέμματα
  2. (Καναδάς) μονάδα μέτρησης μήκους, που ισοδυναμεί με 58,47 μέτρα
  3. μονάδα μέτρησης των αγρών, που ισοδυναμεί με περίπου 3,5 στρέμματα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.