are

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

are (en)

Ρηματικός τύπος

are (en)

  1. β΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του be
  2. α΄ πρόσωπο πληθυντικού ενεστώτα του be
  3. β΄ πρόσωπο πληθυντικού ενεστώτα του be
  4. γ΄ πρόσωπο πληθυντικού ενεστώτα του be

  • 're (συναίρεση)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

are < λατινική area (επιφάνεια)

Ουσιαστικό

are (fr) αρσενικό

Σύνθετα

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.