antiquité

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

antiquité (fr) θηλυκό

  1. η παλαιότητα, η αρχαιότητα
  2. πληθυντικός antiquités: «αρχαία», μνημεία της αρχαιότητας· (κατ’ επέκταση) αντίκες

Ομώνυμα / Ομόηχα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.