amusie

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

amusie < αρχαία ελληνική ἀμουσία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
amusie amusies

amusie (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) απώλεια της ικανότητας που έχει κάποιος να τραγουδάει, να παίζει ή να αναγνωρίζει μια μελωδία
  2. (κατ’ επέκταση) απουσία μουσικών ικανοτήτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.