ambiguity

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
ambiguity ambiguities

Ουσιαστικό

ambiguity (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η νοηματική ασάφεια, το να έχουν περισσότερες από μία πιθανές έννοιες
    It is used in speech to avoid potential ambiguity.
    Χρησιμοποιείται στον λόγο για να αποφευχθεί ενδεχόμενη ασάφεια.
  2. η ασάφεια, η αμφισημία
    His report is full of ambiguities.
    Η αναφορά του είναι γεμάτη ασάφειες.
  3. ο διπλός χαρακτήρας ενός πράγματος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.