ambiguïté
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| ambiguïté | ambiguïtés |
Ουσιαστικό
ambiguïté (fr) θηλυκό (παραδοσιακή ορθογραφία)
- η αβεβαιότητα
- κάτι που είναι διφορούμενο, η αμφισημία
- αμφιλεγόμενη έκφραση
- (φιλοσοφία) ο επαμφοτερισμός
Συγγενικά
- ambigu - ambiguë (ambigüe (ορθογραφία του 1990))
- ambigument
- ambigüité (ορθογραφία του 1990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.