ambigüité

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
ambigüité ambigüités

Ουσιαστικό

ambigüité (fr) θηλυκό (ορθογραφία του 1990)

  1. η αβεβαιότητα για κάτι
  2. κάτι που είναι διφορούμενο
  3. αμφιλεγόμενη έκφραση
  4. (φιλοσοφία) ο επαμφοτερισμός

Συγγενικά

  • ambigu - ambigüe (ambiguë (παραδοσιακή ορθογραφία))
  • ambigument

  • ambiguïté (παραδοσιακή ορθογραφία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.