alterne
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| alterne | alternes |
Επίθετο
alterne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (βοτανική) εναλλασσόμενος (λέγεται για φύλλα που βρίσκονται εναλλάξ πάνω στον ίδιο μίσχο
- {(γεωμετρία) λέγεται για τις εντός εναλλάξ γωνίες που σχηματίζονται από δύο παράλληλες ευθείες που τέμνονται από μια τρίτη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη alterner
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.