alternant

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔːlˈtəːnənt/ & /ɒlˈtəːnənt/

Ετυμολογία

βλ. γαλλικά < λατινικά

Επίθετο

alternant (en)

  1. ο εναλλασσόμενος ανά σειρά πλέγματος
    (και δευτερευόντως μαθηματικής μήτρας/μαθηματικού πίνακα)
  2. (γεωλογία) για πολυστρωματικό πέτρωμα εναλλασσόμενης σύνθεσης/εναλλασσόμενων υλικών

Ουσιαστικό

alternant (en)

  1. (γλωσσολογία) αλλόμορφο· λέξη με ελαφρώς διαφοροποιημένη γραφή
  2. (γλωσσολογία) αλλότροπο· πχ αλλόφωνη λέξη
  3. (μαθηματικά) η ορίζουσα που αποτελεί εναλλακτική συνάρτηση*



Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό alternant alternants
θηλυκό alternante alternantes

alternant (fr)

  1. εναλλασσόμενος

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη alterner
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.