affleurement
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- affleurement < affleurer
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| affleurement | affleurements |
affleurement (fr) αρσενικό
- η αυξομείωση του ύψους μιας επιφάνειας ώστε να φτάσει στο ίδιο ύψος με μια άλλη
- η εμφάνιση ενός αντικειμένου στην επιφάνεια του εδάφους
- η προεξοχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.