abattis
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- abattis < abattre
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ba.ti/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| abattis | abattis |
abattis (fr) αρσενικό
- σωρός κομμένου ξύλου
- τεχνητό εμπόδιο από κομμένα δέντρα ή κλαδιά
- (πληθυντικός) τα εντόσθια των πουλερικών
- (μεταφορικά) (οικείο) τα χέρια και τα πόδια
Εκφράσεις
- numéroter ses abattis: προετοιμάζομαι για πάλη σαν να επρόκειτο να χάσω τα μέλη μου
- tu peux numéroter tes abattis: λέγεται σαν απειλή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.