Vescovo
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| Vescovo | Vescovos |
Ετυμολογία
- Vescovo < προέλευσης από την ιταλική Vescovo < ιταλική vescovo
-
Victor Vescovo (Βίκτορ Βεσκόβο) στην αγγλική Βικιπαίδεια
(γενν. 1966), Αμερικανός επενδυτής και εξερευνητής
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Vescovo < vescovo
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈveskovο/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Vé‐sco‐vo
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.