POS

Αγγλικά (en)

Συντομομορφή

      ενικός         πληθυντικός  
POS POSes

POS (en)

  1. (γραμματική) συντομογραφία του part of speech, μέρος του λόγου
  2. (οικονομία) συντομογραφία του point of sale



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Από τα αρχικά των λέξεων:
  1. Plan d'Occupation des Sols
  2. Parti Ouvrier Socialiste

Συντομομορφή

POS (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. (Γαλλία) πολεοδομικό σχέδιο που δείχνει τη χρήση του εδάφους τμήματος μιας κοινότητας
  2. (Βέλγιο) μικρό κόμμα της άκρας αριστεράς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.