Opas
Γερμανικά (de)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
Opas (de) αρσενικό
- γενική ενικού του Opa
- ονομαστική, γενική, δοτική και αιτιατική πληθυντικού του Opa
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Opas < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Opas < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.