MD

Αγγλικά (en)

Συντομομορφή

MD (en) αρκτικόλεξο

  1. (ιατρική· πληθυντικός: MDs)
    1. από τα αρχικά του: Μedical Doctor· πρόσωπο που κατέχει δίπλωμα ιατρικής, που εξασκεί την ιατρική, ο γιατρός
    2. από τα αρχικά του νεολατινικού όρου: medicinae doctor· το διδακτορικό δίπλωμα στην ιατρική επιστήμη· ο διδάκτορας της ιατρικής
       δείτε και τη βραχυγραφία MD-Phd
  2. βραχυγραφία του Maryland· η Πολιτεία του Μέριλαντ στις ΗΠΑ

  • M.D. (ιατρική)
  • Md, Md. (πολιτεία των ΗΠΑ)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.