MD
Αγγλικά (en)
Συντομομορφή
MD (en) αρκτικόλεξο
- (ιατρική· πληθυντικός: MDs)
- από τα αρχικά του: Μedical Doctor· πρόσωπο που κατέχει δίπλωμα ιατρικής, που εξασκεί την ιατρική, ο γιατρός
- από τα αρχικά του νεολατινικού όρου: medicinae doctor· το διδακτορικό δίπλωμα στην ιατρική επιστήμη· ο διδάκτορας της ιατρικής
- → δείτε και τη βραχυγραφία MD-Phd
- βραχυγραφία του Maryland· η Πολιτεία του Μέριλαντ στις ΗΠΑ
- M.D. (ιατρική)
- Md, Md. (πολιτεία των ΗΠΑ)
-
Doctor of Medicine στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.