Golf

Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Golf (de) αρσενικό

  1. το γκολφ
  2. (γεωγραφία) κόλπος, κόρφος



Σλοβενικά (sl)

Ετυμολογία

Golf < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Golf αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Priimki (G-L), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (G-L), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 16/9/2023, CC BY 4.0
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.