Führer
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
Führer (de) αρσενικό (θηλυκό Führerin)
- ο ηγέτης, ο επικεφαλής
- (ιστορία, μόνο στον ενικό) ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Φύρερ
- ο οδηγός (βιβλίο με πληροφορίες, πρόσωπο που δείχνει αξιοθέατα σε επισκέπτες ή τουρίστες, που ξεναγεί)
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Führer < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Führer < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Führer < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.