Easter egg

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈiː.stəɹ ˌɛɡ/
 

Πολυλεκτικός όρος

Easter egg (en)

  1. το πασχαλινό αυγό
  2. (πληροφορική) ανεπίσημη λειτουργία κρυμμένη σε ένα πρόγραμμα ή βιντεοπαιχνίδι, που ενεργοποιείται από κάποια ασυνήθιστη εντολή ή συνδυασμό πλήκτρων.
    Στην γλώσσα προγραμματισμού Python η εντολή: from __future__ import braces δίνει μήνυμα λάθους: SyntaxError: not a chance. Ο Γκίντο βαν Ρόσσουμ, εμπνευστής της Python, είναι εναντίον της χρήσης άγκιστρων (braces) στο συντακτικό της γλώσσας.[1]
    υπερώνυμο: joke

  • Easter egg στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (αγγλικά) Python: Journey from Novice to Expert, σελ. 851. Προσπέλαση 2020-04-10
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.