Easter egg
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈiː.stəɹ ˌɛɡ/
- ⓘ
Πολυλεκτικός όρος
Easter egg (en)
- το πασχαλινό αυγό
- (πληροφορική) ανεπίσημη λειτουργία κρυμμένη σε ένα πρόγραμμα ή βιντεοπαιχνίδι, που ενεργοποιείται από κάποια ασυνήθιστη εντολή ή συνδυασμό πλήκτρων.
-
Easter egg στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- (αγγλικά) Python: Journey from Novice to Expert, σελ. 851. Προσπέλαση 2020-04-10
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.