Aydın

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

Aydın < aydın < οθωμανική τουρκική آیدین (aydyn, φως, φωτεινός, λαμπερός) < πρωτοτουρκική *aydïŋ (φως)

Κύριο όνομα

Aydın (tr)

  1. {το Αϊδίνιο, πόλη και επαρχία της Τουρκίας,
  2. Αϊντίν, όνομα (ανδρικό ή γυναικείο)
  3. Αϊντίν, επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Πηγές

  • forebears.io, ανακτήθηκε 17/9/2023,
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.