-ιάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -ιάν < (άμεσο δάνειο) αρμενική -յան (-yan) [στην παραδοσιακή-ιστορική ορθογραφία -եան (-ean, -εάν)]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi̯an/ & /iˈan/
Επίθημα
-ιάν
Συγγενικά
- -ιάντς
- → δείτε και Τερ-
- περσικά ـیان (-iyân)
- Κατηγορία:Επώνυμα κοινού γένους με επίθημα -ιάν (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.