μηδέποτε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μηδέποτε < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

μηδέποτε

"Επειδή η Ελλάς κλυδωνίζεται αλλά μηδέποτε βυθίζεται" (από συνέντευξη του Νάνου Βαλαωρίτη στη Εφημερίδα των Συντακτών, 26.05.2016 )

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μηδέποτε < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

μηδέποτε

  • ποτέ
      Φησὶ δ' Ἡρακλείδης ὅτι νέος ὢν οὕτως ἦν αἰδήμων καὶ κόσμιος ὥστε μηδέποτε ὀφθῆναι γελῶν ὑπεράγαν
    Λένε (λέγεται) δε, ότι ο Ηρακλείδης νέος (στα νιάτα του), ήταν ντροπαλός και κόσμιος, τόσο που ποτέ δεν τον είχαν δει να γελά υπερβολικά
    (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Γ, 26, 3ος αιώνας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.