-ίσιμος

Ελληνικά (el)

Κατάληξη αρσενικών επιθέτων

-ίσιμος

  1. που μπορεί να γίνει αυτό που εκφράζει η ρίζα της λέξης
    αθροίσιμος, αναγνωρίσιμος, εμφανίσιμος, συγκρίσιμος, συναγωνίσιμος, υπολογίσιμος
  2. που αποβλέπει σε αυτό που εκφράζει η ρίζα της λέξης
    κρίσιμος, νηστίσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.