'πού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- 'πού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πού, μορφή του ὁπού με αφαίρεση του αρχικού φωνήεντος [1] κατά την εξέλιξη: αρχαία ελληνική ὅπου > μεσαιωνική ελληνική ὁπού > πού > κοινή νεοελληνική που [2]
Αντωνυμία
'πού
- (παρωχημένο) άλλη γραφή του οπού : που, ο οποίος, το οποίο
- ※ 1824 ⌘ Ανδρέας Κάλβος, ᾨδὴ τετάρτη [IV] «Εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον», 1η στροιφή, ποιητική συλλογή Λύρα. Γενεύη, 1824.
- Ἂς μὴ βρέξῃ ποτὲ
τὸ σύννεφον, καὶ ὁ ἄνεμος
σκληρὸς ἂς μὴ σκορπίσῃ
τὸ χῶμα τὸ μακάριον
’ποὺ σᾶς σκεπάζει.
- Ἂς μὴ βρέξῃ ποτὲ
- ※ 1824 ⌘ Ανδρέας Κάλβος, ᾨδὴ τετάρτη [IV] «Εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον», 1η στροιφή, ποιητική συλλογή Λύρα. Γενεύη, 1824.
Αναφορές
- όπου - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOI - εισαγωγή, 5.9.1.1 ὁπού/πού, σελ.1092.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.